- αλαλάζω
- (Α ἀλαλάζω)φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζωαρχ.1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω («γέγονα χαλκὸς ἠχῶν καὶ κύμβαλον ἀλαλάζον»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα τής ποιητικής αρχικά γλώσσας, που απαντά και στον Ξενοφώντα με τη σημασία «βγάζω πολεμική κραυγή, ενώ αργότερα χρησιμοποιείται και από τους μεταγενέστερους πεζογράφους. Η λ. προέρχεται από το επιφώνημα ἀλαλά*, άρα είναι ηχοποιημένη. Η μορφολογία τού ρήματος εξάλλου και η παρουσία τού συμφώνου -ξ- κατά την κλίση του (πρβλ. ἀλαλάξω, ἠλάλαξα) είναι χαρακτηριστικά τών ρημάτων που δηλώνουν «ήχο, κραυγή»(πρβλ. τα ρήματα κράζω, κρίζω, κλώζω, κρώζω, σίζω, τρίζω, τρύζω).ΠΑΡ. αλαλαγή, αλάλαγμα, αλαλαγμόςαρχ.ἀλαλάξιος.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀναλαλάζω, συναλαλάζω, ἐπαλαλάζω, καταλαλάζω, ἀνταλαλάζω, ἀμφαλαλάζω].
Dictionary of Greek. 2013.